- καυμάτων
- καῡμάτων , καῦμαburning heatneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
κυνοκαυματικός — κυνοκαυματικός, ή, όν (Α) [κυνόκαυμα] (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κυνοκαυματικαί (ενν. ἡμέραι) οι ημέρες τών κυνικών καυμάτων … Dictionary of Greek
κύνειος — κύνειος, εία, ον (AM, Α θηλ. και κύνειος και κυνάς, άδος) [κύων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκύλο, κυνικός, σκυλήσιος αρχ. 1. μτφ. αθλιότατος, ελεεινός («θάνατος μὲν oὖv κύνειος», Αριστοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. α) ἡ κυνεία η… … Dictionary of Greek
σκυλακοδρόμος — ον, Α φρ. «σκυλακοδρόμος ὥρα» η εποχή τών κυνικών καυμάτων, τής πολύ μεγάλης ζέστης, τού καύσωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ἱππο δρόμος] … Dictionary of Greek